τειχισμός

τειχισμός
ὁ, Α [τειχίζω]
ανέγερση τείχους, τείχιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τειχισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμοῦ — τειχισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμούς — τειχισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμῶν — τειχισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμῷ — τειχισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχισμόν — τειχισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”